- υπόκαυσις
- -αύσεως, ἡ, Α [ὑποκαίω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποκαίω2. η φωτιά τής υποκαύστρας3. (κατ' επέκτ.) θέρμανση με φωτιά που καίει από κάτω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπόκαυσιν — ὑπόκαυσις burning underneath fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)